Το “Πότε Βούδας, Πότε Κούδας” είναι ένα από τα πιο γνωστά και διαχρονικά τραγούδια του ελληνικού ρεπερτορίου
Υπάρχει μια ιστορία για το πως γράφτηκε αυτό το κομμάτι που είναι διαχρονικό. Είναι σημαντικό στις μέρες μας να μην ξεχνάμε την ιστορία από κάποια σημαντικά γεγονότα όπως για παράδειγμα την ιστορία για την Σπιναλόγκα της Εύβοιας και που ήταν αυτή.
Πίσω από την αστεία και παράλληλα βαθιά φιλοσοφική του διάσταση, κρύβεται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που συνδυάζει τύχη, χιούμορ και δημιουργική έμπνευση και αναφερόμαστε στο τραγούδι.
Το τραγούδι δημιουργήθηκε από τον συνθέτη Πέτρο Βαγιόπουλο και τους στίχους του Μανώλη Ρασούλη. Δύο προσωπικότητες με ξεχωριστό ταλέντο και αίσθηση του χιούμορ, που κατάφεραν να συνδυάσουν τον σαρκασμό με την αλήθεια της ζωής. Η φράση «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» έχει μείνει στην ελληνική καθομιλουμένη ως σύμβολο της αντίφασης, του διχασμού και της συνεχούς εναλλαγής που βιώνει ο άνθρωπος ανάμεσα στη σοφία και το πάθος, το πνεύμα και το σώμα.
Στην εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό Κουτί» με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και τη Ρένα Μόρφη, ο Πέτρος Βαγιόπουλος αποκάλυψε με χιούμορ τον τρόπο με τον οποίο γράφτηκε το τραγούδι. Όπως είπε, εκείνη την εποχή είχε αγοράσει ένα μικρό μπουζούκι και πειραματιζόταν με ήχους. Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να παίζει έναν ρυθμό που του φάνηκε ιδιαίτερος και ελκυστικός — αυτός ο ρυθμός αποτέλεσε τη βάση του τραγουδιού που αργότερα έγινε γνωστό ως «Πότε Βούδας, Πότε Κούδας».
Όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, η μουσική ήρθε πρώτη. Ο Βαγιόπουλος ήθελε να την “ντύσει” με λόγια και φυσικά σκέφτηκε τον φίλο του και στενό συνεργάτη Μανώλη Ρασούλη, που είχε την ικανότητα να δίνει βάθος και χιούμορ στους στίχους. Προσπάθησε να τον βρει για να του δείξει τη μελωδία, όμως, όπως εξιστορεί, «εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα» και τα τηλεφωνήματα του έπεσαν στο κενό. Έτσι, αποφάσισε να περιμένει.
Εκεί που περίμενε, βρήκε μπροστά του ένα περιοδικό, στο οποίο ήταν εκδότης ο Ρασούλης. Το άνοιξε τυχαία και άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες του. Και τότε συνέβη κάτι μαγικό, μέσα από το ίδιο το περιοδικό ξεπήδησαν οι πρώτοι στίχοι του τραγουδιού. Σε μία σελίδα διάβασε τη φράση: «Πότε Βούδας, πότε Κούδας, Πότε Ιησούς κι Ιούδας, Έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι». Η φράση αυτή τον εντυπωσίασε τόσο πολύ, που την κράτησε αμέσως ως τον κεντρικό στίχο του κομματιού.
Στη συνέχεια, καθώς συνέχισε να ξεφυλλίζει το περιοδικό, βρήκε κι άλλες φράσεις που του έδωσαν έμπνευση. Σε ένα άρθρο του Ρασούλη διάβασε μια φράση που έλεγε: «Άκουσες τη συνέντευξη που έδωσε; Όλο ίδια και τα ίδια, του μυαλού του ροκανίδια». Από εκεί προέκυψε και ο δεύτερος χαρακτηριστικός στίχος: «Όλο ίδια και τα ίδια, του μυαλού σου ροκανίδια».
Και δεν σταμάτησε εκεί. Ο Βαγιόπουλος θυμάται πως, βλέποντας τη φωτογραφία ενός πολιτικού εκείνης της εποχής, του ήρθε αυθόρμητα ο στίχος: «Άλλο ο ανοιχτομάτης κι άλλο ο αυγουλομάτης». Η έμπνευση προερχόταν από παντού, και το τραγούδι άρχισε να παίρνει σχήμα μέσα από εικόνες, φράσεις και στιγμές της καθημερινότητας.
Η πιο αστεία ιστορία πίσω από το τραγούδι αφορά τον στίχο «Στο πα μια και στο πα δύο, στο πα χίλιες δέκα δύο, βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη». Αυτόν τον στίχο δεν τον βρήκε σε κανένα περιοδικό. Αντίθετα, θυμήθηκε μια πραγματική ιστορία που του είχε αφηγηθεί ο Ρασούλης. Ο τελευταίος έμενε τότε σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, και κάθε πρωί, γύρω στις 7, μαζεύονταν έξω από το παράθυρό του οι γειτόνισσες για να κουτσομπολεύουν. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να τους ζητήσει να ησυχάσουν, αλλά μάταια. Ένα πρωί, αγανακτισμένος, βγήκε έξω σε κατάσταση… απρεπή, φωνάζοντας «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη!». Το περιστατικό έγινε ανέκδοτο και ενέπνευσε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς στίχους του τραγουδιού.
Το «Πότε Βούδας, Πότε Κούδας» δεν είναι απλώς ένα χιουμοριστικό τραγούδι. Οι στίχοι του, πέρα από το αστείο τους ύφος, κρύβουν βαθιά νοήματα. Ο Βούδας συμβολίζει τη γαλήνη και την αυτογνωσία, ενώ ο Κούδας –ο μεγάλος ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ– συμβολίζει τη δράση, το πάθος, την έκρηξη της ζωής. Μέσα σε τέσσερις λέξεις, ο Ρασούλης και ο Βαγιόπουλος αποτύπωσαν την αντίφαση του ανθρώπου: άλλοτε φιλοσοφικός και ήρεμος, άλλοτε παθιασμένος και ανήσυχος.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε και αγαπήθηκε αμέσως από το κοινό. Έγινε σύνθημα, έγινε ατάκα, και φυσικά τραγούδι που δεν έλειψε ποτέ από τα ελληνικά ραδιόφωνα. Η εναλλαγή των εικόνων, οι λεκτικοί αυτοσχεδιασμοί και η αυθεντικότητα του στίχου το καθιέρωσαν ως ένα από τα πιο ευρηματικά έργα του Ρασούλη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κομμάτι αυτό εκφράζει απόλυτα τη φιλοσοφία ζωής του δημιουργού του: «να βλέπεις τα πάντα με χιούμορ και να μη φοβάσαι τις αντιφάσεις». Γιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Ρασούλης, «ο άνθρωπος δεν είναι μόνο φως, ούτε μόνο σκοτάδι — είναι και τα δύο μαζί». Κι αυτό ακριβώς αποτυπώνεται στο τραγούδι: η αιώνια εσωτερική πάλη του ανθρώπου ανάμεσα στο καλό και το κακό, στο πνεύμα και το ένστικτο, στο γέλιο και στο δάκρυ.
Σήμερα, δεκαετίες μετά τη δημιουργία του, το «Πότε Βούδας, Πότε Κούδας» συνεχίζει να τραγουδιέται, να αναπαράγεται και να συγκινεί. Κάθε φορά που το ακούμε, θυμόμαστε όχι μόνο την ευφυΐα των δημιουργών του, αλλά και το διαχρονικό μήνυμα που μεταφέρει ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι αντιθέσεων, γεμάτο ανατροπές, χιούμορ και φιλοσοφία.
Πότε Βούδας, πότε Κούδας — ένα τραγούδι που ξεκίνησε από ένα μπουζούκι, ένα περιοδικό και μια δόση τύχης, και κατέληξε να γίνει πολιτιστικό σύμβολο. Μια δημιουργία που δείχνει πως, τελικά, η έμπνευση μπορεί να προκύψει από τα πιο απλά και απρόβλεπτα πράγματα, αρκεί να έχεις ανοιχτά μάτια, μυαλό και καρδιά.


